εμπύρετος

εμπύρετος
ος , ον
1) сопровождающийся температурой, лихорадкой; 2) с повышенной температурой (о больном)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εμπύρετος" в других словарях:

  • εμπύρετος — η, ο (AM ἐμπύρετος, ον) 1. αυτός που έχει πυρετό 2. (για ασθένειες) συνοδευόμενες από πυρετό …   Dictionary of Greek

  • εμπύρετος — η, ο 1. που έχει πυρετό. 2. (για αρρώστιες) που συνοδεύεται από πυρετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπυρέτοις — ἐμπύρετος in fever heat masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπύρετοι — ἐμπύρετος in fever heat masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… …   Dictionary of Greek

  • μυριοεμπύρετος — μυριοεμπύρετος, ον (Μ) 1. αυτός που κατέχεται από πολύ υψηλό πυρετό 2. συνεκδ. (ως προσφών.) κατακαημένε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἐμπύρετος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»